- ὑπωπιάζῃ
- она подавляла
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑπωπιάζῃ — ὑπωπιάζω strike pres subj mp 2nd sg ὑπωπιάζω strike pres ind mp 2nd sg ὑπωπιάζω strike pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)